- υπνηλώς
- Μεπίρρ. βλ. ὑπνηλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπνηλῶς — ὑπνηλός drowsy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek